- καρφοβελόνα
- ηλεπτό και μακρουλό σιδερένιο καρφί χρήσιμο στην ξυλουργική, καρφί, πρόκα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καρφοβελόνα — και καρφοβελόνη, η 1. λεπτό και επίμηκες σιδερένιο καρφί 2. η καρφίτσα με μήκος μεγαλύτερο από το συνηθισμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρφί + βελόνα (< βελόνα), πρβλ. καλτσο βελόνα, σακο βελόνα] … Dictionary of Greek
τσήτα — (I) και τσίτα, η, Ν 1. ξύλινος πήχυς 2. κομμάτι ξύλου με το οποίο κρατείται κάτι τεντωμένο 3. ξύλινο, διχαλωτό υποστήριγμα τών σταφυλοφόρων κλαδιών αμπελιού 4. διακοσμητική ταινία που ράβεται στον ποδόγυρο, αλλ. φάσα 5. καρφοβελόνα 6. κόσκινο.… … Dictionary of Greek
τσίτα — επίρρ. τροπ. 1. τεντωτά, τσιτωτά, τεζαριστά: Κράτα το σεντόνι τσίτα. 2. στριμωχτά: Στρώσε το χαλί τσίτα στον τοίχο. 3. τσίτα τσίτα μόλις και μετά βίας, ζόρικα, δύσκολα: Ο μισθός είναι μικρός και ζούμε τσίτα τσίτα. η 1. κομμάτι ξύλου που κρατά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)